ωκεανοπλοΐα

ωκεανοπλοΐα
η, Ν
1. κλάδος τής ναυτικής επιστήμης που ασχολείται με τον διάπλου τών ωκεανών
2. ποντοπλοΐα, ναυσιπλοΐα στους ωκεανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανός + -πλοΐα (< -πλοος < πλους < πλέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωκεανοπλοΐα — η 1. το μέρος της ναυτικής επιστήμης που πραγματεύεται τις μεθόδους που εφαρμόζονται στα ταξίδια στους ωκεανούς. 2. θαλασσοπορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωκεανοπλοϊκός — ή, ό, Ν [ωκεανοπλοΐα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανοπλοΐα …   Dictionary of Greek

  • ωκεανοπλοϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανοπλοΐα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”